- ὑπεξαλύσκω
- ὑπεξ-ᾰλύσκω, [tense] aor. -ήλυξα,A = Υπεξαλέομαι, c. acc., Hes.Th. 615, A.R.3.551.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπεξαλύσκω — Α ὑπεξαλέομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξαλύσκω «φεύγω από κάποιον, διαφεύγω»] … Dictionary of Greek
ανυπεξάλυκτος — ἀνυπεξάλυκτος, ον (Μ) [υπεξαλύσκω] αναπόφευκτος … Dictionary of Greek
υπεξάλυξις — ύξεως, ἡ, Α [ὑπεξαλύσκω] 1. αποχώρηση 2. διαφυγή … Dictionary of Greek